σέλασμα

Revision as of 21:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A shining, Man.4.601:—also σελ-ασμός, ὁ, ib.36, etc.; also f.l. for σελλισμός (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

σέλασμα: τό, λάμψις, «ἀναλαμπή», φεγγοβόλημα, Μανέθων 4. 601· σελασμός, ὁ, αὐτόθι 36, κτλ.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Α σελάω
λάμψη, ακτινοβολία.