σαρκασμός
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ὁ, A mockery, sarcasm, Hdn.Fig.p.92 S., Phryn.PS p.16B.
German (Pape)
[Seite 863] ὁ, das Hohnlachen eines Zornigen, höhnendes Wort, höhnende Rede, bitterer Spott, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, εἰρωνεία, χλευασμός, Ρήτορ. (Walz) 8. 591, Α. Β. 10, κτλ.· ἴδε σαρκάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σαρκάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαρκάζω, δηκτικός εμπαιγμός, ειρωνικός λόγος με τον οποίο χλευάζει κανείς κάποιον.
Russian (Dvoretsky)
σαρκασμός: ὁ σαρκάζω рит. язвительная насмешка.