σαρκασμός

From LSJ
Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκασμός Medium diacritics: σαρκασμός Low diacritics: σαρκασμός Capitals: ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ
Transliteration A: sarkasmós Transliteration B: sarkasmos Transliteration C: sarkasmos Beta Code: sarkasmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A mockery, sarcasm, Hdn.Fig.p.92 S., Phryn.PS p.16B.

German (Pape)

[Seite 863] ὁ, das Hohnlachen eines Zornigen, höhnendes Wort, höhnende Rede, bitterer Spott, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, εἰρωνεία, χλευασμός, Ρήτορ. (Walz) 8. 591, Α. Β. 10, κτλ.· ἴδε σαρκάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σαρκάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαρκάζω, δηκτικός εμπαιγμός, ειρωνικός λόγος με τον οποίο χλευάζει κανείς κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

σαρκασμός:σαρκάζω рит. язвительная насмешка.