σανδαλοθήκη

Revision as of 22:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A sandal-case, Men.333.

German (Pape)

[Seite 860] ἡ, Behältniß für die σάνδαλα, Menand. bei Poll. 7, 87. 10, 50.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰλοθήκη: ἡ, θήκη σανδαλίων, Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 3.

Greek Monolingual

ἡ, Α
θήκη για την τοποθέτηση ή για τη φύλαξη σανδαλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον + θήκη.

Russian (Dvoretsky)

σανδᾰλοθήκη: ἡ хранилище обуви Men.