σπαθίας
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
ου, ὁ, A like a σπάθη, σπαθίην κτένα the broad ribs, Opp.C.1.296.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰθίας: -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς σπάθην, κτένες σπ., αἱ πλατεῖαι πλευραί, Ὀππ. Κυν. 1. 296.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος, σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμηση, μικρών υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
όμοιος με σπάθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα -ίας (πρβλ. ξιφ-ίας)].