σταλτέον
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
A one must check, ib.7.
Greek (Liddell-Scott)
σταλτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ στέλλω, πρέπει τις νὰ περιστείλῃ ἢ ἀναχαιτίσῃ, Γαλην. ΙΙ. πρέπει τις νὰ κοσμήσῃ, στολίσῃ, Κλήμ. Ἀλ. 277.