συνακτός
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ή, όν, A collected, ὕδωρ Porph.Abst.1.42.
Greek (Liddell-Scott)
συνακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, ὕδωρ ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, εὐθέως μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.