συνοικείωσις
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
εως, ἡ, A binding together, bringing into combination, in Astrol. sense, Ptol.Tetr.50, Cat.Cod.Astr.1.114. 2 a figure in Rhetoric, whereby heterogeneous things were combined or attributed to one person. Arist.Rh.Al.1425b38, Rutil.2.9, Quint.Inst.9.3.64. 3 allegorical identification, in pl., Phld.Piet.14, 15.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικείωσις: ἡ, τὸ συνοικειοῦν, συνάπτειν, συνδυασμός, ἐπὶ ἀστρολογικῆς σημασίας, Πτολ. Τετράβ. 1, σ. 50, κτλ. 2) σχῆμα ῥητορικόν, δι’ οὗ ἑτερογενῆ πράγματα συνδέονται ἢ ἀποδίδονται εἰς τὸ αὐτὸ πρόσωπον, Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 4, 1, Rutil. Lup. 2. 9, Quintil, 9. 3, 64.
Russian (Dvoretsky)
συνοικείωσις: εως ἡ досл. сближение, рит. связывание, сочетание (μὴ προσόντων Arst.).