συνεδριάζω

From LSJ
Revision as of 08:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεδριάζω Medium diacritics: συνεδριάζω Low diacritics: συνεδριάζω Capitals: ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΩ
Transliteration A: synedriázō Transliteration B: synedriazō Transliteration C: synedriazo Beta Code: sunedria/zw

English (LSJ)

   A = συνεδρεύω, LXX Pr.3.32.

German (Pape)

[Seite 1010] = συνεδρεύω, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

συνεδριάζω: συνεδρεύω, Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 32), Ἐκκλ.· τινι, μετά τινος, Φωτ. Βιβλ. 480. 28· ― τὰ συνεδριασθέντα, τὰ ἐν συνεδρίᾳ ψηφισθέντα, βασιλικῷ κράτει συνεδριασθέντα Θεόδ. Στουδ. 461Ε.

Greek Monolingual

ΝΜΑ συνεδρία
συμμετέχω σε σύσκεψη, συγκροτώ συνεδρία (α. «η βουλή θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ δικαστήριον συνεδριάζει», Φώτ.)
αρχ.
(το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδριασθέντα
οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα συνεδρίου.

Greek Monolingual

ΝΜΑ συνεδρία
συμμετέχω σε σύσκεψη, συγκροτώ συνεδρία (α. «η βουλή θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ δικαστήριον συνεδριάζει», Φώτ.)
αρχ.
(το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδριασθέντα
οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα συνεδρίου.