τιτήνη

Revision as of 08:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A = βασιλίς, A.Fr.272 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1120] ἡ, fem. zu τίταξ, Hesych. aus Aesch. frg. 255.

Greek (Liddell-Scott)

τιτήνη: ἡ, = βασιλίς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 266, «τιτῆναι· βασιλίδες» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
reine.
Étymologie: v. τίταξ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βασίλισσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Τιτᾶνες / Τιτῆνες, κατά τα πρωτόκλιτα θηλυκά σε -η].

Russian (Dvoretsky)

τῑτήνη: ἡ царица Aesch.