τοκαδεία
English (LSJ)
ἡ, A poultry-farming, PSI1.101.5, PRyl.213.53 (ii A. D.), etc.
Greek Monolingual
ἡ, Α τοκάς, -άδος]
αγρόκτημα με πουλερικά, πτηνοτροφείο.
ἡ, A poultry-farming, PSI1.101.5, PRyl.213.53 (ii A. D.), etc.
ἡ, Α τοκάς, -άδος]
αγρόκτημα με πουλερικά, πτηνοτροφείο.