τοκαδεία
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ἡ, poultry-farming, PSI1.101.5, PRyl.213.53 (ii A. D.), etc.
Greek Monolingual
ἡ, Α τοκάς, -άδος]
αγρόκτημα με πουλερικά, πτηνοτροφείο.