τραχηλώδης
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
ες, A = τραχηλοειδής, Sch.Nic.Th.871.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλώδης: -ες, = τραχηλοειδής, ὅμοιος τραχήλῳ, δειράδες Σχόλ. εἰς Νικάνδρ. Θηρ. 873.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α τράχηλος
τραχηλοειδής.