τροπολογέω
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
A expound allegorically, Aristeas 150.
Greek (Liddell-Scott)
τροπολογέω: ὁμιλῶ τροπικῶς, ἀλληγορικῶς, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 1. 15. - Καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. βορρᾶς, «ἄνεμος ψυχρὸς παγώδης καὶ σκληρός, ὃς τροπολογούμενος σκαιὸς καὶ ἀπόπεμπτος λέγεται».