τριώδους
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
οντος, ὁ, A = τριόδους (which is v.l.), Arist.HA537a27, 608b17.
Greek (Liddell-Scott)
τριώδους: -οντος, ὁ, = τριόδους (ὅπερ εἶναι διάφ. γραφή) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 10., 9. 1, 8.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. τριόδους.
Russian (Dvoretsky)
τριώδους: οντος ὁ Arst. = τριόδους.