φαρσοφόρος
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
ὁ, = A signifer, vexillarius, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φαρσοφόρος: ὁ, σημαιοφόρος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
σημαιοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + -φόρος].