φαρσοφόρος
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
ὁ, = signifer, vexillarius, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
φαρσοφόρος: ὁ, σημαιοφόρος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
σημαιοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + -φόρος].