φυλλώδης

From LSJ
Revision as of 10:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλώδης Medium diacritics: φυλλώδης Low diacritics: φυλλώδης Capitals: ΦΥΛΛΩΔΗΣ
Transliteration A: phyllṓdēs Transliteration B: phyllōdēs Transliteration C: fyllodis Beta Code: fullw/dhs

English (LSJ)

ες,    A like leaves, Thphr.HP1.13.1; σπέρμα Dsc.3.80.    2 belonging to leaves, δυνάμεις Thphr.HP9.8.1.    II having petalled flowers, ib.7.8.3.

German (Pape)

[Seite 1315] ες, blattähnlich, blätterreich, laubreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς φύλλα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 1, κλπ. ΙΙ. ἔχων ἄφθονα φύλλα, αὐτόθι 7. 8, 3.

Greek Monolingual

φυλλώδης, -ῶδες, ΝΑ φύλλον
πυκνόφυλλος
νεοελλ.
φρ. α) «φυλλώδη λαχανικά»
(γεωπ.) τα λαχανικά τών οποίων τα φύλλα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος ως τροφή
β) «φυλλώδη φυτά»
(γεωπ.) τα φυτά που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρων για το φύλλωμά τους
αρχ.
1. αυτός που έχει σχήμα φύλλου
2. (για άνθος) αυτός που έχει πολλά πέταλα.