χαμαικυπάρισσος

From LSJ
Revision as of 10:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαικῠπάρισσος Medium diacritics: χαμαικυπάρισσος Low diacritics: χαμαικυπάρισσος Capitals: ΧΑΜΑΙΚΥΠΑΡΙΣΣΟΣ
Transliteration A: chamaikypárissos Transliteration B: chamaikyparissos Transliteration C: chamaikyparissos Beta Code: xamaikupa/rissos

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,    A lavender cotton, cotton lavender, lavender-cotton, Santolina chamaecyparissus, Santolina incana, Poet. de herb.106, Plin.HN24.136.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαικῠπάρισσος: ἡ, ἡ χαμηλὴ κυπάρισσος, Ποιητὴς περὶ τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 106, πρβλ. Νικ. Θηρ. 910. Plin. N. H. 24. 15.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + κυπάρισσος. Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chamaecyparis].