χοιρεών
From LSJ
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A pig-sty, Tz.H.11.429.
Greek (Liddell-Scott)
χοιρεών: -ῶνος, ὁ, χοιροστάσιον, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 429, Σχόλ. εἰς Θουκ. 4, 8.
Greek Monolingual
-ώνος, ὁ, Μ
χοιροστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -εών (πρβλ. περιστερ-εών)].