χρυσάργυρος

Revision as of 10:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A alloy of gold and silver, Maria ap.Zos.Alch.p.169B.    2 tribute of gold and silver, Zos.2.38, PLips.64.30 (iv. A. D.).

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσάργυρος, -ον, ΝΜΑ, αρσ. και χρυσοάργυρος Μ
διακοσμημένος με χρυσό και άργυρο
μσν.
(το αρσ. στον τ. χρυσοάργυρος) (με περιλπτ. σημ.) χρυσά και αργυρά σκεύη
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσάργυρον
α) επιχρυσωμένος άργυρος
β) (στο Βυζ.) φόρος χρυσού και αργύρου
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.χρυσάργυρος
κράμα χρυσού και αργύρου που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην νομισματοποιία, γνωστό και ως ήλεκτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἄργυρος].