χρυσοτόκος
English (LSJ)
ον, A laying golden eggs, ὄρνις Aesop.343.
German (Pape)
[Seite 1382] Gold erzeugend, goldene Eier legend, Aesop. fab.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοτόκος: -ον, ἐπὶ ὄρνιθος, ἡ τίκτουσα χρυσᾶ ᾠά, Αἰσώπου Μῦθοι 136, ἔκδ. Κοραῆ.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
-ο / χρυσοτόκος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γεννάει χρυσά αβγά («χρυσοτόκος ὄρνις», Αίσωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ταχυ-τόκος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοτόκος: кладущая золотые яйца Aesop.