ψίεθος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
A v. ψίαθος.
German (Pape)
[Seite 1399] ὁ, ἡ, ion. u. bei sp. Schriftstellern = ψίαθος, s. Lob. Phryn. 309.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
ιων. τ. βλ. ψίαθος.