χώνευσις
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
εως, ἡ, A = χωνεία, PLond.ined.2325 (iii B. C.), LXX 2 Ch.4.3, Maria ap.Zos.Alch.p.149 B.
German (Pape)
[Seite 1386] ἡ, = χωνεία, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χώνευσις: -εως, ἡ, = χωνεία, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. κεφ. Δ΄, 3).