χυτικός

From LSJ
Revision as of 10:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῠτικός Medium diacritics: χυτικός Low diacritics: χυτικός Capitals: ΧΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chytikós Transliteration B: chytikos Transliteration C: chytikos Beta Code: xutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (χέω)    A having a dissolving power, Arist.Pr.863a6, Gal.11.711.

German (Pape)

[Seite 1385] zum Gießen, Ausgießen geschickt, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

χῠτικός: -ή, -όν, (χέω) ὁ ἔχων διαλυτικὴν δύναμιν, Ἀριστ. Προβλ. 1. 30, Γαλην. τ. 13, σ. 115.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που έχει διαλυτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -τικός].

Russian (Dvoretsky)

χῠτικός: χυτός I] растворяющий, разжижающий или мягчительный (καταπλάσματος ἀρετή Arst.).