χρόμη

Revision as of 10:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ, and χρόμος, ὁ, = foreg.: also    A the neighing of horses, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1377] ἡ, und χρόμος, ὁ, = Vorigem; auch das Wiehern der Pferde, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χρόμη: ἡ, «φρυαγμός˙ ὁρμή, θράσος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. χρόμαδος
2. (κατά τον Ησύχ.) χρεμετισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ- της ρίζας του ρ. χρεμετίζω].