χρόμος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρόμος Medium diacritics: χρόμος Low diacritics: χρόμος Capitals: ΧΡΟΜΟΣ
Transliteration A: chrómos Transliteration B: chromos Transliteration C: chromos Beta Code: xro/mos

English (LSJ)

ὁ, = χρόμαδος; also the neighing of horses, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, s. χρόμη.

Greek (Liddell-Scott)

χρόμος: «ψόφος ποιός, οἱ δὲ χρεμετισμός» Ἡσύχ., καὶ: «χρόμοις˙ χρεμετισμοῖς» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) χρόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ- της ρίζας του ρ. χρεμετίζω και συνδέεται με ονομ. τ., όπως τα αρχ. σλαβ. gromŭ και ρωσ. grom «βροντή», με επιρρ., όπως τα αρχ. ισλανδ. gramr και αρχ. άνω γερμ. gram «θυμωμένα, οργισμένα», καθώς και με το λιθουαν. ρ. grameti «πέφτω με πάταγο»].

Translations

Azerbaijani: kişnərti; Bashkir: кешнәү; Bulgarian: цвилене; Catalan: renill, eguí, aïnada; Chinese Mandarin: 嘶; Czech: ržání, řehtání, zařehtání; Danish: vrinsk; Dutch: hinnik; Esperanto: heno; Estonian: hirnumine; Finnish: hirnahdus, hirnunta; French: hennissement; Galician: rincho; Georgian: ჭიხვინი; German: Wiehern; Greek: χλιμίντρισμα, χρεμετισμός, χρεμέτισμα; Ancient Greek: χρεμετισμός, χρεμέτισμα, βράχαλος, χρόμος, χρόμη, φρύαγμα; Hebrew: צְנִיפָה‎; Icelandic: hnegg; Ido: bramo; Ilocano: aring-ing; Italian: nitrito; Japanese: いななき; Latin: hinnitus; Latvian: zviedziens; Maori: ngehengehe; Norwegian: knegg, vrinsk; Persian: شیهه‎; Polish: rżenie; Portuguese: relincho; Romanian: nechezat; Russian: ржание; Serbo-Croatian Cyrillic: њиштање, њиска; Roman: njištanje, njiska; Spanish: relincho, relinchido; Swedish: gnägg; Tagalog: halinghing; Telugu: సకిలింత; Turkish: kişneme, kişneyiş; Vietnamese: hí