ψηφόω
From LSJ
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
English (LSJ)
A adorn with gems, τοὺς πόδας Lyd.Mag.1.4, cf. Mens.1.26. II work in mosaic, Supp.Epigr.7.993 (Arabia, Pass.); adorn with mosaics, τὸ θυσιαστήριον Ἀρχ. Δελτ. 12.27 (Lesbos).
German (Pape)
[Seite 1398] mit Steinchen besetzen, ἐσθῆτα καὶ τοὺς πόδας ψηφώσας Lyd. de mag. 1, 4, s. ψηφωτός.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφόω: κοσμῶ, ποικίλλω διὰ ψήφων, τὰ ἐψηφωμένα ἐδάφη Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 730, 8· κοσμῶ διὰ πολυτίμων λίθων, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτ. 1. 4.