ψιθυριστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A slanderous, τὸ ψ. Cat.Cod.Astr.8(2).33.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ψιθυριστής
συκοφαντικός.
Full diacritics: ψῐθῠριστικός | Medium diacritics: ψιθυριστικός | Low diacritics: ψιθυριστικός | Capitals: ΨΙΘΥΡΙΣΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: psithyristikós | Transliteration B: psithyristikos | Transliteration C: psithyristikos | Beta Code: yiquristiko/s |
ή, όν, A slanderous, τὸ ψ. Cat.Cod.Astr.8(2).33.
-ή, -όν, Α ψιθυριστής
συκοφαντικός.