ἀγρέτης
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
ον, Dor. ἄγρετας, ὁ, A = ἡγεμών, Hsch.; prob. for ἀγρόται, A. Pers.1002 Toup. II Ἀγρέτης, ὁ, perh. from ἀγρός, god of the fields, title of Apollo at Chios, GDI5666.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρέτης: -ου, ὁ, (ἀγείρω) ἄρχων παρὰ Λακεδαιμονίοις, «ἀγρέταν, ἡγεμόνα, θεόν», Ἡσύχ. ὅθεν ἐπανορθοῦται ὑπὸ Toup ἀντὶ τοῦ ἀγρότης ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 1002 (λυρ.), καὶ ὑπὸ Bergk ἐν Ἀλκμ. 16. 1, 8: - Ρῆμα δὲ ἀγρετεύω = εἶμαι ἀγρέτας ἀπαντᾷ ἐν Πελοπον. ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1395· πρβλ. ὡσαύτως ἱππαγρέτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -τας ICr.App.4.2 (VII/VI a.C.), Hsch.
1 el que reúne el ejército, jefe, caudillo στρατοῦ A.Pers.1002, en Creta prob. n. de un jefe militar ICr.App.l.c., como epít. divino ἀγρέταν· ἡγεμόνα θεόν Hsch.
2 agreta epít. de Apolo prob. como dios cazador, Schwyzer 698 (III a.C.).
Russian (Dvoretsky)
ἀγρέτης: ου ὁ полководец Aesch. - v. l. к ἀκρώτης.
ου ὁ полководец Aesch. - v. l. к ἀκρώτης.