ἀθεσμία
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
ἡ, A lawlessness, EM25.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθεσμία: ἡ, ἀνομία, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
comportamiento contrario a la ley o a la moral, inmoralidad (ὁ Χριστός) βεβηλωμένος ἀπὸ ἀθεσμιῶν ἡμῶν Aq. en Eus.Is.53.5, δαίμονες ... πάντα τὰ μέλη τῇ ἀθεσμίᾳ καχλάζειν καὶ κυματοῦσθαι ποιοῦσιν Nil. en Io.D.M.95.1169B, Λώτ ... μεταξὺ τοσαύτης ἀσεβείας καὶ παρανομίας καὶ ἀθεσμίας στρεφόμενος Basil.M.31.1397C.