ἀνέλικτος

From LSJ
Revision as of 12:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλικτος Medium diacritics: ἀνέλικτος Low diacritics: ανέλικτος Capitals: ΑΝΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: anéliktos Transliteration B: aneliktos Transliteration C: aneliktos Beta Code: a)ne/liktos

English (LSJ)

ον,    A without turns or twists, Aret. CD1.4, Gal.UP5.3.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene vueltasde intestinos, Gal.3.345, Aret.CD 1.4.9.

Greek Monolingual

-ή, -ό
όποιος μπορεί να παρουσιάσει ανέλιξη, ο εξελίξιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889, 1898)].

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέλικτος, -ον) ελίσσω
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να έχει ανέλιξη, δεν μπορεί να εξελιχθεί
αρχ.
Ιατρ. εκείνος που δεν παρουσιάζει συστροφές ή περιστροφές.