ἀναδαίομαι
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
A v. ἀναδατέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδαίομαι: ἴδε ἀναδατέομαι.
Spanish (DGE)
ser distribuido γᾶς ἀναδαιομένας Orác. en Hdt.4.159.
Greek Monotonic
ἀναδαίομαι: βλ. ἀναδατέομαι.