ἀναπάλη

From LSJ
Revision as of 13:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπάλη Medium diacritics: ἀναπάλη Low diacritics: αναπάλη Capitals: ΑΝΑΠΑΛΗ
Transliteration A: anapálē Transliteration B: anapalē Transliteration C: anapali Beta Code: a)napa/lh

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, name of a    A dance, Ath.14.631b.    II ἀναπάλαι χειρῶν, a form of exercise, Ruf.Ren.Ves.2.33.

German (Pape)

[Seite 200] ἡ, ein Tanz, der die Wettkämpfe darstellte, Ath. XIV, 631 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπάλη: [πᾰ], ἡ, χορὸς κατ’ ἀπομίμησιν τῶν πέντε ἀγωνισμάτων τοῦ πεντάλθου, Ἀθήν. 631Β.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
la anapala cierta danza que imitaba gestos del luchador, Ath.631b
en medic. ἀ. χειρῶν considerada como ejercicio, Ruf.Ren.Ves.2.33.

Greek Monolingual

η (Α ἀναπάλη) πάλη
(αρχ.-νεοελλ.) (στη φρ.) «αναπάλες χεριών», αρχ. «ἀναπάλαι χειρῶν», είδος γυμναστικής ασκήσεως
αρχ.
είδος χορού που οι κινήσεις του έμοιαζαν με γυμναστικές ασκήσεις.