ἀπεδίζω
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
(ἄπεδος) A level, ἠπέδιζον τὴν ἀκρόπολιν Clitod.22.
German (Pape)
[Seite 283] (ἄπεδος), ebenen, gleichmachen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεδίζω: (ἄπεδος) ἰσοπεδῶ, ὁμαλίζω, ἰσάζω, ἠπέδιζον τὴν ἀκρόπολιν, Κλειτόδημ. 22, - «ἀπεδίσαι· ὁμαλίσαι, ἐδαφίσαι» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἁπ- Hsch.
allanar τὴν ἀκρόπολιν Clitodem.16, cf. ἁπεδίζειν· ὁμαλίζειν Hsch.