ἀριστομάχος
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
[μᾰ], ον, (μάχη) A best in fight, Pi.P.10.3. 2 as pr.n., Hdt., etc.:—hence Adj. ἀριστο-μάχειος, ον, AP13.8 (Theodorid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστομάχος: -ον, (μάχη) ὁ ἀριστεύων ἐν ταῖς μάχαις, Πινδ. Π. 10, 3, 2) ὡς κύρ. ὄνομ., Ἡρόδ. κλ.: ― ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθ. -μάχειος, ον, Ἀνθ. Π. 13. 8. (Ὁ τονισμὸς ἀμφίβολος).
Greek Monolingual
ἀριστόμαχος και -μάχος, ο (Α)
ο άριστος στη μάχη, αυτός που διακρίνεται στις μάχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -μαχος < μάχομαι.