ἀτελεσφόρητος
From LSJ
πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
English (LSJ)
ον, A not brought to accomphishment, Sm.Jb.31.40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτελεσφόρητος: -ον, ὁ μὴ τελεσφορῶν, μὴ εὐδοκιμῶν, ἀτελής, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 249C, Σύμμ. 31, 40.
Spanish (DGE)
-ον
1 inaccesible Sm.Ib.31.40.
2 que no ha llegado a madurar καρπός Eus.Is.28.4, ἔμβρυον Gr.Nyss.Maced.101.12, σπέρμα Gr.Nyss.M.46.157C, κύημα Tz.Ep.74, ad Hes.11.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτελεσφόρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τελεσφόρησε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του, ατελέσφορος, μάταιος
αρχ.-μσν.
1. ο ανώριμος
2. εκείνος του οποίου διακόπηκε η ανάπτυξη ή η ωρίμανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τελεσφορώ < τελεσφόρος «αποτελεσματικός»].