ἁλωνικός
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ή, όν, A for a threshing-floor, ὑποζύγια prob. in PStrassb.93.5 (ii B. C.); κόσκινον Edict.Diocl. 15.56.
Spanish (DGE)
-ή, -όν para la trilla κόσκινον DP 15.56a.