ἄκερος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A = ἄκερως, Arist.HA499b16.
German (Pape)
[Seite 71] ungehörnt, Arist. H. A. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκερος: -ον, = ἄκερως, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 31.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene cuernos ζῷα Arist.HA 499b16, cf. Gal.2.430, 10.21.
Greek Monolingual
-ο (Α ἄκερος, -ον) κέρας
αυτός που δεν έχει κέρατα.
Russian (Dvoretsky)
ἄκερος: Arst. = ἀκέρατος.