ἐγκάθειρκτος
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
ον, A shut in, enclosed, Aesop.40.
Spanish (DGE)
-ον encerrado, atrapado λέων Aesop.334.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐγκάθειρκτος, -ον)
φυλακισμένος.