ἐγκλυδάζομαι
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
Pass., A make a splash, Hp.Morb.1.15.
German (Pape)
[Seite 708] pass., darin wogen, fluthen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκλῠδάζομαι: παθ., ἐγείρομαι ἐντὸς ὡς κῦμα, πλημμυρῶ, Ἱππ. 451. 49.
Spanish (DGE)
medic. inundar, encharcar ἐγκλυδάζεται τὸ πῦον πρὸς τὰ πλευρὰ προσπῖπτον Hp.Morb.1.15, cf. Phot.ε 96.
Greek Monolingual
ἐγκλυδάζομαι (Α)
(για κύστεις και αποστήματα) παρουσιάζω κλυδασμό, φουσκώνω σαν το κύμα.