ἐκθετικός

From LSJ
Revision as of 17:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθετικός Medium diacritics: ἐκθετικός Low diacritics: εκθετικός Capitals: ΕΚΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekthetikós Transliteration B: ekthetikos Transliteration C: ekthetikos Beta Code: e)kqetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A expository, λόγος ἐ. τινος Aphth.Prog.8, cf. Theo Prog.4.    II ἐ. τρόπος, = ἔκθεσις II.b, Alex.Aphr.in APr.34.7. Adv. -κῶς Simp. in Ph.948.25.    III enunciatory, Stoic.2.62.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθετικός: -ή, -όν, ὁ ἐκτιθείς τι, διηγηματικός, ἐξηγητικός, Εὐστ. Πονημ. 30. 1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I fil.
1 enunciativo ἐ. οἷον «ἔστω εὐθεῖα γραμμὴ ἥδε» Chrysipp.Stoic.2.62.
2 de la «éctesis» o «exposición» τῆς τοιαύτης δείξεως ὁ ἐ. τρόπος Alex.Aphr.in APr.34.7, cf. ἔκθεσις A II 1.
II ret. expositivo λόγος ἐ. discurso expositivo del encomio, Aphth.Prog.8, del relato, Theo Prog.78.16.
III adv. -ῶς mediante la «éctesis» o «exposición» fil. ποιεῖται τὴν δεῖξιν διὰ ἀδυνάτου ἐ. Simp.in Ph.948.25
mediante exposición detallada, por medio de explicación ἐ. ταύτην (ἔννοιαν) δηλῶσαι Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1276A.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκθετικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση, περιγραφικός
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτη
αρχ.
εκφραστικός, περιγραφικός.