ἐμετήριος
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
ον, A = ἐμετικός 1: ἐ. φάρμακον an emetic, ibid.: pl. -τήρια, τά, Aret.CD1.3.
German (Pape)
[Seite 807] Brechen erregend; τὰ ἐμ »sc. φάρμακα, Brechmittel, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμετήριος: -ον, = ἐμετικὸς Ι· ἐμετήριον φάρμακον, ἐμετικόν, Ἱππ. 419. 33.
Spanish (DGE)
-ον
medic. vomitivo, emético φάρμακον Hp.Loc.Hom.33, Gal.11.173, 17(2).464, σιτία Ruf.Ren.Ves.2.30
•subst. τὸ ἐμετήριον emético, fármaco para producir el vómito Dsc.1.56.4, Aret.CD 1.3.4.