ἐναποσκηπτικός
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ή, όν, A supervening, [[[πυρετός]]] Cass.Pr.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποσκηπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων, ὁρμητικός, σφοδρός, Κασσ. Προβλ. 15.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
medic. que sobreviene, incidente de la fiebre op. ἀναξηραντικός Cass.Pr.15.
Greek Monolingual
ἐναποσκηπτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ενσκήπτει, που εισβάλλει βίαια, που επέρχεται ορμητικά.