Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
Full diacritics: ἐρημίτης | Medium diacritics: ἐρημίτης | Low diacritics: ερημίτης | Capitals: ΕΡΗΜΙΤΗΣ |
Transliteration A: erēmítēs | Transliteration B: erēmitēs | Transliteration C: erimitis | Beta Code: e)rhmi/ths |
[ῑ], ου, ὁ, A of the desert, ὄνος ib. Jb. 11.12.
ἐρημίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ τῆς ἐρήμου, ὄνος, ἄγριος ὄνος, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄. 12). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐρημίτης, μοναχὸς ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Παλλαδ. Λαυσ. 1212C, Ἀποφθ. Πατέρ. 240Α, κλ.