Ἐρχομενός
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
English (LSJ)
ὁ or ἡ, A = Ὀρχομενός, Hes.Fr.38, IG7.3171, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐρχομενός: ὁ, ἢ ἡ, (Krüger ἐν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 37, Popp. ἐν Προλεγ. εἰς Θουκ. 8), = Ὀρχομενός, ἴσως οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 15, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἄρατ. Φαιν. 45, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569a. III.
English (Slater)
Ἐρχομενός (Ὀρχομεν- passim codd.)
a city of Boeotia, where the Graces were especially worshipped: the inhabitants were Minyai. ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι (Cavedoni: Ὀρχομ- codd.) (O. 14.4) γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν (Schr.: Ὀρχομ- codd.) (I. 1.35) δαιτίκλυτ[ον] πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον (Pindarice Ἐρχομενοῦ expectes ?) ?fr. 333a. 8.
Russian (Dvoretsky)
Ἐρχομενός: ὁ или ἡ арх. = Ὀρχομενός.