ὀστακός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ, A = ἀστακός, lobster, Aristomen.6, Eun.Hist.p.251 D.: as pr. n. Ὄστακος Inscr.Délos442A 20 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀστᾰκός: ὁ, = ἀστακός, «τὸν δ’ ἀστακὸν οἱ Ἀττικοὶ διὰ τοῦ ο ὀστακὸν λέγουσιν, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας» Ἀθήν. 105Β, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 2.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀστακός· εἶδος καράβου· οἱ δὲ ἀστακὸν λέγουσιν», πρβλ. Φώτ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
homard, poisson.
Étymologie: DELG cf. ἀστράγαλος.
Greek Monolingual
ὀστακός, ὁ (Α)
αστακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αστακός].
Frisk Etymological English
See also: s. ἀστακός.
Frisk Etymology German
ὀστακός: {ostakós}
See also: s. ἀστακός.
Page 2,436