ὀρθίαξ

Revision as of 07:25, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ,    A the lower part of a mast, Epich.106 :— also ὀρθίας· ἱστὸς νεώς, Hsch. ; also, sens. obsc., Id.

German (Pape)

[Seite 373] ακος, ὁ, der untere Theil des Mastbaums; Epich. bei Poll. 10, 134; Drac. 19, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθίαξ: -ᾱκος, (Δράκων 19), ὁ, τὸ κάτω μέρος ἱστοῦ νεώς, Ἐπίχ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 134. Ὡσαύτως ὀρθίας, ου, Ἡσύχ.: «ὀρθίας ἱστὼς νεώς· τίθεται καὶ ἐπὶ κακεμφάτου», δηλ. ἀνδρικοῦ αἰδοίου.

Greek Monolingual

ὀρθίαξ, -ακος, ὁ (Α)
το κατώτατο μέρος του ιστού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. νέ-αξ)].