ὁμοιοχρώματος

Revision as of 07:40, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A of like colour, Callix.2.

German (Pape)

[Seite 336] von gleicher Farbe, Callix. bei Ath. V, 202 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοχρώμᾰτος: -ον, = τῷ προηγ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 202Α.

Greek Monolingual

ὁμοιοχρώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με έναν άλλο, ομοιόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χρῶμα, -ατος].