ὁμοιοχρώματος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ὁμοιοχρώματον, of like colour, Callix.2.
German (Pape)
[Seite 336] von gleicher Farbe, Callix. bei Ath. V, 202 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοχρώμᾰτος: -ον, = τῷ προηγ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 202Α.
Greek Monolingual
ὁμοιοχρώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με έναν άλλο, ομοιόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χρῶμα, -ατος].