Ὀλυμπίας
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ἄνεμος, ὁ, A the WNW. wind, elsewh. Ἀργέστης or Ἰᾶπυξ, Arist.Mete.363b24, Mu. 394b26, Lyd.Mens.4.119.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπίας: ἄνεμος, ὁ πνέων ἐκ τοῦ ΔΒΔ μέρους, ἀλλαχοῦ Ἀργέστης ἢ Ἰᾶπυξ, Λατιν. Corus, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 8, Ἀποσπ. 238, π. Κόσμ. 4, 12.
Russian (Dvoretsky)
Ὀλυμπίας: ἄνεμος ὁ (= Ἀργέστης или Ἰᾶπυξ, лат. Corus) западно-северо-западный ветер Arst.